συνδρωπακίζω

συνδρωπακίζω
Α
αρπάζω κάτι ή κάποιον με τη βία, διαρπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δρωπακίζω «μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο, αποσπώ βίαια» (πρβλ. δρωπακιστής «αυτός που χρησιμοποιεί κέρινο έμπλαστρο για να αφαιρέσει τον χρυσό από επιχρυσωμένο άγαλμα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδρωπακίζω — compilo pres subj act 1st sg συνδρωπακίζω compilo pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”