- συνδρωπακίζω
- Ααρπάζω κάτι ή κάποιον με τη βία, διαρπάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + δρωπακίζω «μαδώ τις τρίχες με έμπλαστρο, αποσπώ βίαια» (πρβλ. δρωπακιστής «αυτός που χρησιμοποιεί κέρινο έμπλαστρο για να αφαιρέσει τον χρυσό από επιχρυσωμένο άγαλμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.